Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgelicìdio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,ʤɛliˈʧidjo] 1 παγετός 2 λείο λεπτό στρώμα πάγου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |