Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gelicìdio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,ʤɛliˈʧidjo]

1 παγετός
2 λείο λεπτό στρώμα πάγου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gelato gelidamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gelatinizzare (ρ. μτβ.)
gelatinizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
gelatinoso (επίθ.)
gelato (ουσ αρσ )
gelato (επίθ.)
gelicidio (ουσ αρσ )
gelidamente (επίρ.)
gelido (επίθ.)
gelificare (ρ.αμτβ.)
gelificare (ρ. μτβ.)
gelificarsi (ρ.μ. (αντων.))
gelificazione (θηλ.ουσ)
gelo (ουσ αρσ )
gelone (ουσ αρσ )
gelosamente (επίρ.)
gelosia (θηλ.ουσ)
geloso (επίθ.)
gelseto (ουσ αρσ )
gelsicoltore (ουσ αρσ )
gelsicoltura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---