Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gelóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʤeˈlone]

χιονίστρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gelo gelosamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gelificare (ρ.αμτβ.)
gelificare (ρ. μτβ.)
gelificarsi (ρ.μ. (αντων.))
gelificazione (θηλ.ουσ)
gelo (ουσ αρσ )
gelone (ουσ αρσ )
gelosamente (επίρ.)
gelosia (θηλ.ουσ)
geloso (επίθ.)
gelseto (ουσ αρσ )
gelsicoltore (ουσ αρσ )
gelsicoltura (θηλ.ουσ)
gelso (ουσ αρσ )
gelsomino (ουσ αρσ )
gemebondo (επίθ.)
gemellaggio (ουσ αρσ )
gemellare (επίθ.)
gemelli (ουσ αρσ πληθ.)
gemello (ουσ αρσ )
gemello (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---