Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgelàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʤeˈlato] το παγωτό gelàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ʤeˈlato] παγωμένος (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαun gelato [αρσ.] alla crema = ένα παγωτό κρέμα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |