Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gelaterìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʤelateˈria]

το παγτατζίδικο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gelataio gelatiera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

geisha (θηλ.ουσ)
gel (ουσ αρσ )
gelare (ρ.αμτβ.)
gelata (θηλ.ουσ)
gelataio (ουσ αρσ )
gelateria (θηλ.ουσ)
gelatiera (θηλ.ουσ)
gelatina (θηλ.ουσ)
gelatinizzare (ρ. μτβ.)
gelatinizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
gelatinoso (επίθ.)
gelato (ουσ αρσ )
gelato (επίθ.)
gelicidio (ουσ αρσ )
gelidamente (επίρ.)
gelido (επίθ.)
gelificare (ρ.αμτβ.)
gelificare (ρ. μτβ.)
gelificarsi (ρ.μ. (αντων.))
gelificazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---