Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gastroepàtico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,gastroeˈpatiko]

1 ο της ηπατογαστρίτιδας
2 ο της γαστροηπατίτιδας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gastroenterologo gastrointestinale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gastroduodenale (επίθ.)
gastroenterico (επίθ.)
gastroenterite (θηλ.ουσ)
gastroenterologia (θηλ.ουσ)
gastroenterologo (ουσ αρσ )
gastroepatico (επίθ.)
gastrointestinale (επίθ.)
gastronomia (θηλ.ουσ)
gastronomico (επίθ.)
gastronomo (ουσ αρσ )
gastropatia (θηλ.ουσ)
gastroscopia (θηλ.ουσ)
gastroscopio (ουσ αρσ )
gastrostomia (θηλ.ουσ)
gatta (θηλ.ουσ)
gattabuia (θηλ.ουσ)
gattaiola (θηλ.ουσ)
gattamorta (θηλ.ουσ)
gatteggiamento (ουσ αρσ )
gatteggiare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---