Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgassòmetro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [gasˈsɔmetro] 1 φιάλη αερίου 2 δεξαμενή αερίου 3 διάταξη μέτρησης αερίου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |