Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgàrzo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈgardzo] 1 ξάσιμο 2 λανάρισμα 3 ξαντός 4 λαναρισμένος 5 ξάνσις permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |