Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


garzétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [garˈdzetta]

μικρός ερωδιός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  garzatura garzo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

garza (θηλ.ουσ)
garzare (ρ. μτβ.)
garzatore (ουσ αρσ )
garzatrice (θηλ.ουσ)
garzatura (θηλ.ουσ)
garzetta (θηλ.ουσ)
garzo (ουσ αρσ )
garzone (ουσ αρσ )
gas (ουσ αρσ )
gasare (ρ. μτβ.)
gascromatografia (θηλ.ουσ)
gascromatografo (ουσ αρσ )
gasdinamica (θηλ.ουσ)
gasdotto (ουσ αρσ )
gasolina (θηλ.ουσ)
gasolio (ουσ αρσ )
gassa (θηλ.ουσ)
gassare (ρ. μτβ.)
gassato (επίθ.)
gassificare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---