ItalianoGreco


gas  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgas]

το γκάζι, το αέριο


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fornello [αρσ.] a gas = το μάτι γκαζιού || gas [αρσ. άκλ.] lacrimogeno = το δακρυγόνο αέριο || stufa [θηλ.] a gas = σόμπα υγραερίου



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---