Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gas  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgas]

το γκάζι, το αέριο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  garzone gasare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fornello [αρσ.] a gas = το μάτι γκαζιού || gas [αρσ. άκλ.] lacrimogeno = το δακρυγόνο αέριο || stufa [θηλ.] a gas = σόμπα υγραερίου


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

garzatrice (θηλ.ουσ)
garzatura (θηλ.ουσ)
garzetta (θηλ.ουσ)
garzo (ουσ αρσ )
garzone (ουσ αρσ )
gas (ουσ αρσ )
gasare (ρ. μτβ.)
gascromatografia (θηλ.ουσ)
gascromatografo (ουσ αρσ )
gasdinamica (θηλ.ουσ)
gasdotto (ουσ αρσ )
gasolina (θηλ.ουσ)
gasolio (ουσ αρσ )
gassa (θηλ.ουσ)
gassare (ρ. μτβ.)
gassato (επίθ.)
gassificare (ρ. μτβ.)
gassificazione (θηλ.ουσ)
gassista (ουσ αρσ και θηλ.)
gassogeno (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---