Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgarrése
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [garˈrese], [garˈreze] 1 ώμοι ζώου 2 ακρώμιο (ζώου) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |