Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


garrìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [garˈrire]

1 κράζω (για πουλιά)
2 σιγοτραγουδώ (για πουλιά)
3 κυματίζω (για σημαία)
4 φωνάζω
5 σκούζω
6 τρύζω
7 τερετίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  garretto garrito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

garnierite (θηλ.ουσ)
garofanata (θηλ.ουσ)
garofano (ουσ αρσ )
garrese (ουσ αρσ )
garretto (ουσ αρσ )
garrire (ρ.αμτβ.)
garrito (αρσ. επίθ και ουσ)
garrotta (θηλ.ουσ)
garrottare (ρ. μτβ.)
garrulità (θηλ.ουσ)
garrulo (αρσ. επίθ και ουσ)
garza (θηλ.ουσ)
garzare (ρ. μτβ.)
garzatore (ουσ αρσ )
garzatrice (θηλ.ουσ)
garzatura (θηλ.ουσ)
garzetta (θηλ.ουσ)
garzo (ουσ αρσ )
garzone (ουσ αρσ )
gas (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---