Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgarrottàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [garrotˈtare] 1 στραγγαλίζω με ειδικό κολάρο 2 στραγγαλίζω και ληστεύω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |