Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgàrrulo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ˈgarrulo] 1 λάλος 2 φλύαρος 3 πολυλογάς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |