Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgaribaldìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [garibalˈdino] πιστός οπαδός του Γκαριμπάλντι garibaldìno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [garibalˈdino] 1 παράτολμος 2 περιπετειώδης 3 τολμηρός 4 ριψοκίνδυνος 5 αναφερόμενος στο Γκαριμπάλντι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |