Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gargaròzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [gargaˈrɔttso]

1 λαιμός
2 οισοφάγος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gargarizzare gargotta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gareggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
gareggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
garenna (θηλ.ουσ)
gargarismo (ουσ αρσ )
gargarizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
gargarozzo (ουσ αρσ )
gargotta (θηλ.ουσ)
garibaldino (ουσ αρσ )
garibaldino (επίθ.)
garitta (θηλ.ουσ)
garnierite (θηλ.ουσ)
garofanata (θηλ.ουσ)
garofano (ουσ αρσ )
garrese (ουσ αρσ )
garretto (ουσ αρσ )
garrire (ρ.αμτβ.)
garrito (αρσ. επίθ και ουσ)
garrotta (θηλ.ουσ)
garrottare (ρ. μτβ.)
garrulità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---