Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgargòtta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [garˈgɔtta] 1 φτηνοταβέρνα 2 κουτούκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |