Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fibróso (επίθ.) fideiussóre (ουσ αρσ )
fìbula (θηλ.ουσ) fidènte (επίθ.)
fìca (θηλ.ουσ) Fìdia (ουσ αρσ )
ficcanàso (ουσ αρσ και θηλ.) fidìaco (επίθ.)
ficcàre (ρ. μτβ.) fìdo (ουσ αρσ )
ficcarsi (ρ.μ. (αντων.)) fìdo (επίθ.)
fiche (θηλ.ουσ) fidùcia (θηλ.ουσ)
fichéto (ουσ αρσ ) fiduciàrio (ουσ αρσ )
fìco (ουσ αρσ ) fiduciàrio (επίθ.)
fìcus (ουσ αρσ ) fiduciosaménte (επίρ.)
fidanzaménto (ουσ αρσ ) fiducióso (επίθ.)
fidanzàre (ρ. μτβ.) fièle (ουσ αρσ )
fidanzàrsi (ρ. μ. αμτβ.) fienagióne (θηλ.ουσ)
fidanzàta (θηλ.ουσ) fienàio (επίθ.)
fidanzàto (αρσ. επίθ και ουσ) fienicoltùra (θηλ.ουσ)
fidàre (ρ.αμτβ.) fienìle (ουσ αρσ )
fidàre (ρ. μτβ.) fièno (ουσ αρσ )
fidarsi (ρ.μ. (αντων.)) fièra (θηλ.ουσ)
fidatézza (θηλ.ουσ) fieraménte (επίρ.)
fidàto (επίθ.) fierézza (θηλ.ουσ)
fidecommésso (αρσ. επίθ και ουσ) fierìstico (επίθ.)
fideìsmo (ουσ αρσ ) fièro (επίθ.)
fideìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) fièvole (επίθ.)
fideìstico (επίθ.) fievolménte (επίρ.)
fideiussióne (θηλ.ουσ) fìfa (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: