Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fideìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fideˈizmo]

θεωρία ότι η γνώση έρχεται με την πίστη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fidecommesso fideista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fidare (ρ. μτβ.)
fidarsi (ρ.μ. (αντων.))
fidatezza (θηλ.ουσ)
fidato (επίθ.)
fidecommesso (αρσ. επίθ και ουσ)
fideismo (ουσ αρσ )
fideista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fideistico (επίθ.)
fideiussione (θηλ.ουσ)
fideiussore (ουσ αρσ )
fidente (επίθ.)
Fidia (ουσ αρσ )
fidiaco (επίθ.)
fido (ουσ αρσ )
fido (επίθ.)
fiducia (θηλ.ουσ)
fiduciario (ουσ αρσ )
fiduciario (επίθ.)
fiduciosamente (επίρ.)
fiducioso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---