Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fiduciosaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [fiduʧosaˈmente]

1 αισιόδοξα
2 ευτυχώς
3 εμπιστευτικά
4 έμπιστα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fiduciario fiducioso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fido (ουσ αρσ )
fido (επίθ.)
fiducia (θηλ.ουσ)
fiduciario (ουσ αρσ )
fiduciario (επίθ.)
fiduciosamente (επίρ.)
fiducioso (επίθ.)
fiele (ουσ αρσ )
fienagione (θηλ.ουσ)
fienaio (επίθ.)
fienicoltura (θηλ.ουσ)
fienile (ουσ αρσ )
fieno (ουσ αρσ )
fiera (θηλ.ουσ)
fieramente (επίρ.)
fierezza (θηλ.ουσ)
fieristico (επίθ.)
fiero (επίθ.)
fievole (επίθ.)
fievolmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---