Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fieraménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [fjeraˈmente]

1 με θράσος
2 απότομα
3 γενναία
4 παράτολμα
5 αγονάτιστα
6 περήφανα
7 άφοβα
8 αψήφιστα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fiera fierezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fienaio (επίθ.)
fienicoltura (θηλ.ουσ)
fienile (ουσ αρσ )
fieno (ουσ αρσ )
fiera (θηλ.ουσ)
fieramente (επίρ.)
fierezza (θηλ.ουσ)
fieristico (επίθ.)
fiero (επίθ.)
fievole (επίθ.)
fievolmente (επίρ.)
fifa (θηλ.ουσ)
fifone (ουσ αρσ )
figaro (ουσ αρσ )
figgere (ρ. μτβ.)
figlia (θηλ.ουσ)
figliare (ρ. μτβ.)
figliastra (θηλ.ουσ)
figliastro (ουσ αρσ )
figliata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---