ItalianoGreco


fièno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfjɛno]

π σανός


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


raffreddore [αρσ.] da fieno = το αλλεργικό συνάχι



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---