Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fièno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfjɛno]

π σανός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fienile fiera  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


raffreddore [αρσ.] da fieno = το αλλεργικό συνάχι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fiele (ουσ αρσ )
fienagione (θηλ.ουσ)
fienaio (επίθ.)
fienicoltura (θηλ.ουσ)
fienile (ουσ αρσ )
fieno (ουσ αρσ )
fiera (θηλ.ουσ)
fieramente (επίρ.)
fierezza (θηλ.ουσ)
fieristico (επίθ.)
fiero (επίθ.)
fievole (επίθ.)
fievolmente (επίρ.)
fifa (θηλ.ουσ)
fifone (ουσ αρσ )
figaro (ουσ αρσ )
figgere (ρ. μτβ.)
figlia (θηλ.ουσ)
figliare (ρ. μτβ.)
figliastra (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---