Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fièle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfjɛle]

1 αίσθημα βαθύ κακεντρέχειας
2 σκασίλα
3 μνησικακία
4 μοχθηρία
5 πικάρισμα
6 πίκρα
7 κηκίδα
8 χολή
9 πικρότητα
10 εμπάθεια
11 βαρυγκώμια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fiducioso fienagione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fiducia (θηλ.ουσ)
fiduciario (ουσ αρσ )
fiduciario (επίθ.)
fiduciosamente (επίρ.)
fiducioso (επίθ.)
fiele (ουσ αρσ )
fienagione (θηλ.ουσ)
fienaio (επίθ.)
fienicoltura (θηλ.ουσ)
fienile (ουσ αρσ )
fieno (ουσ αρσ )
fiera (θηλ.ουσ)
fieramente (επίρ.)
fierezza (θηλ.ουσ)
fieristico (επίθ.)
fiero (επίθ.)
fievole (επίθ.)
fievolmente (επίρ.)
fifa (θηλ.ουσ)
fifone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---