ItalianoGreco


fièvole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈfjɛvole]

1 αμυδρός
2 εξαντλημένος
3 μουντός
4 αδύναμος
5 ανίσχυρος
6 ασθενής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---