Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfigliòla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [fiʎˈʎɔla] 1 κορίτσι 2 κοπελιά 3 θυγατέρα 4 κόρη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |