Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


figùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fiˈgura]

1 (forma) το σχήμα, η μορφή
2 (illustrazione) η εικόνα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  figulo figuraccia  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fare bella figura = κάνω καλή εντύπωση || fare brutta figura = κάνω κακή εντύπωση || figura [θηλ.] retorica = το σχήμα λόγου


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

figliolame (ουσ αρσ )
figliolanza (θηλ.ουσ)
figliolo (ουσ αρσ )
figulina (θηλ.ουσ)
figulo (ουσ αρσ )
figura (θηλ.ουσ)
figuraccia (θηλ.ουσ)
figurante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
figurare (ρ.αμτβ.)
figurare (ρ. μτβ.)
figuratamente (επίρ.)
figurativismo (ουσ αρσ )
figurativo (επίθ.)
figurato (επίθ.)
figurazione (θηλ.ουσ)
figurina (θηλ.ουσ)
figurinista (ουσ αρσ και θηλ.)
figurino (ουσ αρσ )
figurista (ουσ αρσ και θηλ.)
figuro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---