Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfigliòlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fiʎˈʎɔlo] 1 αγοράκι 2 φιλαράκος 3 αγόρι 4 γιος 5 παιδί permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |