Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


figliòccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fiʎˈʎɔtʧo]

1 βαφτιστήρι
2 βαφτισιμιός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  figlioccia figliola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

figliastra (θηλ.ουσ)
figliastro (ουσ αρσ )
figliata (θηλ.ουσ)
figlio (ουσ αρσ )
figlioccia (θηλ.ουσ)
figlioccio (ουσ αρσ )
figliola (θηλ.ουσ)
figliolame (ουσ αρσ )
figliolanza (θηλ.ουσ)
figliolo (ουσ αρσ )
figulina (θηλ.ουσ)
figulo (ουσ αρσ )
figura (θηλ.ουσ)
figuraccia (θηλ.ουσ)
figurante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
figurare (ρ.αμτβ.)
figurare (ρ. μτβ.)
figuratamente (επίρ.)
figurativismo (ουσ αρσ )
figurativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---