ItalianoGreco


fìglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfiʎʎo]

ο γιος, ο υιός


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


figlio [αρσ.] unico = το μοναχοπαίδι, το μονοπαίδι



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---