Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


figuratìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [figuraˈtivo]

1 συμβολικός
2 αλληγορικός
3 εμβληματικός
4 εικονικός
5 παραστατικός
6 εικονιστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  figurativismo figurato  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


arti [αρσ. πλυθ.] figurative = εικαστικές τέχνες


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

figurante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
figurare (ρ.αμτβ.)
figurare (ρ. μτβ.)
figuratamente (επίρ.)
figurativismo (ουσ αρσ )
figurativo (επίθ.)
figurato (επίθ.)
figurazione (θηλ.ουσ)
figurina (θηλ.ουσ)
figurinista (ουσ αρσ και θηλ.)
figurino (ουσ αρσ )
figurista (ουσ αρσ και θηλ.)
figuro (ουσ αρσ )
figurone (ουσ αρσ )
fila (θηλ.ουσ)
filabile (επίθ.)
filaccia (θηλ.ουσ)
filaccicoso (επίθ.)
filaccioso (επίθ.)
filamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---