Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fìla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfila]

1 (serie di oggetti, avvenimenti) η σειρά
2 (coda) ουρά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  figurone filabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

figurinista (ουσ αρσ και θηλ.)
figurino (ουσ αρσ )
figurista (ουσ αρσ και θηλ.)
figuro (ουσ αρσ )
figurone (ουσ αρσ )
fila (θηλ.ουσ)
filabile (επίθ.)
filaccia (θηλ.ουσ)
filaccicoso (επίθ.)
filaccioso (επίθ.)
filamento (ουσ αρσ )
filamentoso (επίθ.)
filanca (θηλ.ουσ)
filanda (θηλ.ουσ)
filandaia (θηλ.ουσ)
filandiere (ουσ αρσ )
filandra (θηλ.ουσ)
filante (αρσ. επίθ και ουσ)
filantropia (θηλ.ουσ)
filantropico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---