Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfigurìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [figuˈrino] 1 φιγουρίνι 2 περιοδικό μόδας 3 φωτογραφία στυλ ντυσίματος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |