Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


figurìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [figuˈrino]

1 φιγουρίνι
2 περιοδικό μόδας
3 φωτογραφία στυλ ντυσίματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  figurinista figurista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

figurativo (επίθ.)
figurato (επίθ.)
figurazione (θηλ.ουσ)
figurina (θηλ.ουσ)
figurinista (ουσ αρσ και θηλ.)
figurino (ουσ αρσ )
figurista (ουσ αρσ και θηλ.)
figuro (ουσ αρσ )
figurone (ουσ αρσ )
fila (θηλ.ουσ)
filabile (επίθ.)
filaccia (θηλ.ουσ)
filaccicoso (επίθ.)
filaccioso (επίθ.)
filamento (ουσ αρσ )
filamentoso (επίθ.)
filanca (θηλ.ουσ)
filanda (θηλ.ουσ)
filandaia (θηλ.ουσ)
filandiere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---