Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


filaccicóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [filatʧiˈkoso], [filatʧiˈkoso]

1 ινώδης
2 γεμάτος τένοντες και μύες
3 χιλιοειπωμένος
4 ξεφτισμένος
5 κουρελιασμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  filaccia filaccioso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

figuro (ουσ αρσ )
figurone (ουσ αρσ )
fila (θηλ.ουσ)
filabile (επίθ.)
filaccia (θηλ.ουσ)
filaccicoso (επίθ.)
filaccioso (επίθ.)
filamento (ουσ αρσ )
filamentoso (επίθ.)
filanca (θηλ.ουσ)
filanda (θηλ.ουσ)
filandaia (θηλ.ουσ)
filandiere (ουσ αρσ )
filandra (θηλ.ουσ)
filante (αρσ. επίθ και ουσ)
filantropia (θηλ.ουσ)
filantropico (επίθ.)
filantropismo (ουσ αρσ )
filantropistico (επίθ.)
filantropo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---