Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfigùro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fiˈguro] 1 χυδαίος 2 ανυπόληπτος χαρακτήρας 3 αχρείος 4 παλιάνθρωπος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |