Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


figùro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fiˈguro]

1 χυδαίος
2 ανυπόληπτος χαρακτήρας
3 αχρείος
4 παλιάνθρωπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  figurista figurone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

figurazione (θηλ.ουσ)
figurina (θηλ.ουσ)
figurinista (ουσ αρσ και θηλ.)
figurino (ουσ αρσ )
figurista (ουσ αρσ και θηλ.)
figuro (ουσ αρσ )
figurone (ουσ αρσ )
fila (θηλ.ουσ)
filabile (επίθ.)
filaccia (θηλ.ουσ)
filaccicoso (επίθ.)
filaccioso (επίθ.)
filamento (ουσ αρσ )
filamentoso (επίθ.)
filanca (θηλ.ουσ)
filanda (θηλ.ουσ)
filandaia (θηλ.ουσ)
filandiere (ουσ αρσ )
filandra (θηλ.ουσ)
filante (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---