Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


figurìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [figuˈrina]

η εικονίτσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  figurazione figurinista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

figuratamente (επίρ.)
figurativismo (ουσ αρσ )
figurativo (επίθ.)
figurato (επίθ.)
figurazione (θηλ.ουσ)
figurina (θηλ.ουσ)
figurinista (ουσ αρσ και θηλ.)
figurino (ουσ αρσ )
figurista (ουσ αρσ και θηλ.)
figuro (ουσ αρσ )
figurone (ουσ αρσ )
fila (θηλ.ουσ)
filabile (επίθ.)
filaccia (θηλ.ουσ)
filaccicoso (επίθ.)
filaccioso (επίθ.)
filamento (ουσ αρσ )
filamentoso (επίθ.)
filanca (θηλ.ουσ)
filanda (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---