Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfilàntropo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fiˈlantropo] 1 αγγελόψυχος 2 αγαθοεργός άνθρωπος 3 ελεήμων 4 φιλάνθρωπος 5 αλτρουὶστής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |