Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


filàntropo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fiˈlantropo]

1 αγγελόψυχος
2 αγαθοεργός άνθρωπος
3 ελεήμων
4 φιλάνθρωπος
5 αλτρουὶστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  filantropistico filare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

filante (αρσ. επίθ και ουσ)
filantropia (θηλ.ουσ)
filantropico (επίθ.)
filantropismo (ουσ αρσ )
filantropistico (επίθ.)
filantropo (ουσ αρσ )
filare (ουσ αρσ )
filare (ρ.αμτβ.)
filare (ρ. μτβ.)
filaria (θηλ.ουσ)
filarino (ουσ αρσ )
filariosi (θηλ.ουσ)
filarmonica (θηλ.ουσ)
filarmonico (αρσ. επίθ και ουσ)
filastrocca (θηλ.ουσ)
filatelia (θηλ.ουσ)
filatelica (θηλ.ουσ)
filatelico (ουσ αρσ )
filatelico (επίθ.)
filaticcio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---