Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


filàre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fiˈlare]

σειρά

filàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [fiˈlare]

1 έχω νόημα
2 είμαι λογικός
3 βγάζω νόημα
4 γουργουρίζω σαν γάτα
5 βγαίνω με κάποια (μόνιμα)
6 απαριθμώ
7 ξεκαθαρίζω
8 φεύγω βιαστικά
9 αποπλέω γρήγορα
10 σχηματίζω ενιαίο σύνολο
11 πλέω με ταχύτητα

filàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [fiˈlare]

γνέθω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  filantropo filaria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

filantropia (θηλ.ουσ)
filantropico (επίθ.)
filantropismo (ουσ αρσ )
filantropistico (επίθ.)
filantropo (ουσ αρσ )
filare (ουσ αρσ )
filare (ρ.αμτβ.)
filare (ρ. μτβ.)
filaria (θηλ.ουσ)
filarino (ουσ αρσ )
filariosi (θηλ.ουσ)
filarmonica (θηλ.ουσ)
filarmonico (αρσ. επίθ και ουσ)
filastrocca (θηλ.ουσ)
filatelia (θηλ.ουσ)
filatelica (θηλ.ουσ)
filatelico (ουσ αρσ )
filatelico (επίθ.)
filaticcio (ουσ αρσ )
filato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---