Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfilatèlico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [filaˈtɛliko] 1 έμπορος γραμματοσήμων συλλογών 2 φιλοτελιστής filatèlico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [filaˈtɛliko] φιλοτελικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |