Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfilatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [filaˈtore] 1 που κατασκευάζει νήματα 2 νηματουργός 3 κλώστης filatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [filaˈtore] νηματουργικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |