Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


filellèno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,filelˈlɛno]

φιλέλληνας

filellèno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,filelˈlɛno]

φιλελληνικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  filellenismo filet  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

filatterio (ουσ αρσ )
filatura (θηλ.ουσ)
fileggiare (ρ.αμτβ.)
filellenico (επίθ.)
filellenismo (ουσ αρσ )
filelleno (ουσ αρσ )
filelleno (επίθ.)
filet (ουσ αρσ )
filetico (επίθ.)
filettaggio (ουσ αρσ )
filettare (ρ. μτβ.)
filettatrice (θηλ.ουσ)
filettatura (θηλ.ουσ)
filetto (ουσ αρσ )
filiale (θηλ.ουσ)
filiale (επίθ.)
filiazione (θηλ.ουσ)
filibusteria (θηλ.ουσ)
filibustiere (ουσ αρσ )
filiera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---