Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfiliazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [filjatˈtsjone] 1 δεσμός μεταξύ γονιών και παιδιών 2 υική στοργή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |