Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfiligràna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,filiˈgrana] 1 υδατόσημο 2 φιλιγκράν 3 διάτρητο διακοσμητικό δικτύωμα (από χρυσό ή ασήμι) 4 χρυσοκέντημα 5 κέντημα με χρυσές κλωστές permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |