Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


filièra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fiˈljɛra]

1 διάταξη κατασκευής ρεγιόν
2 ιστογόνος αδένας (αράχνης)
3 βιδολόγος
4 πινακίδα με τρύπες για κατασκευή συρμάτων (με ελκυσμό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  filibustiere filiforme  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

filiale (θηλ.ουσ)
filiale (επίθ.)
filiazione (θηλ.ουσ)
filibusteria (θηλ.ουσ)
filibustiere (ουσ αρσ )
filiera (θηλ.ουσ)
filiforme (επίθ.)
filigrana (θηλ.ουσ)
filigranato (επίθ.)
filigranoscopio (ουσ αρσ )
filipendula (θηλ.ουσ)
filippica (θηλ.ουσ)
Filippine (κύρ.όν.θηλ. πληθ.)
filippino (ουσ αρσ )
filippo (ουσ αρσ )
filisteismo (ουσ αρσ )
filisteo (αρσ. επίθ και ουσ)
fillio (ουσ αρσ )
fillodio (ουσ αρσ )
filloma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---