ItalianoGreco


filièra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fiˈljɛra]

1 διάταξη κατασκευής ρεγιόν
2 ιστογόνος αδένας (αράχνης)
3 βιδολόγος
4 πινακίδα με τρύπες για κατασκευή συρμάτων (με ελκυσμό)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---