Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


filipèndula  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [filiˈpɛndula]

φυτό Filipendula vulgaris


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  filigranoscopio filippica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

filiera (θηλ.ουσ)
filiforme (επίθ.)
filigrana (θηλ.ουσ)
filigranato (επίθ.)
filigranoscopio (ουσ αρσ )
filipendula (θηλ.ουσ)
filippica (θηλ.ουσ)
Filippine (κύρ.όν.θηλ. πληθ.)
filippino (ουσ αρσ )
filippo (ουσ αρσ )
filisteismo (ουσ αρσ )
filisteo (αρσ. επίθ και ουσ)
fillio (ουσ αρσ )
fillodio (ουσ αρσ )
filloma (ουσ αρσ )
fillossera (θηλ.ουσ)
fillosserico (επίθ.)
fillotassi (θηλ.ουσ)
film (ουσ αρσ )
filmabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---