Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


filistèo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [filisˈtɛo]

1 ακαλλιέργητος
2 βάρβαρος
3 Φιλισταίος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  filisteismo fillio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

filippica (θηλ.ουσ)
Filippine (κύρ.όν.θηλ. πληθ.)
filippino (ουσ αρσ )
filippo (ουσ αρσ )
filisteismo (ουσ αρσ )
filisteo (αρσ. επίθ και ουσ)
fillio (ουσ αρσ )
fillodio (ουσ αρσ )
filloma (ουσ αρσ )
fillossera (θηλ.ουσ)
fillosserico (επίθ.)
fillotassi (θηλ.ουσ)
film (ουσ αρσ )
filmabile (επίθ.)
filmare (ρ. μτβ.)
filmato (ουσ αρσ )
filmato (επίθ.)
filmico (επίθ.)
filmina (θηλ.ουσ)
filmistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---