ItalianoGreco


filistèo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [filisˈtɛo]

1 ακαλλιέργητος
2 βάρβαρος
3 Φιλισταίος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---