Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


filmàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [filˈmato]

γυρισμένη ταινία

filmàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [filˈmato]

κινηματογραφημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  filmare filmico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fillosserico (επίθ.)
fillotassi (θηλ.ουσ)
film (ουσ αρσ )
filmabile (επίθ.)
filmare (ρ. μτβ.)
filmato (ουσ αρσ )
filmato (επίθ.)
filmico (επίθ.)
filmina (θηλ.ουσ)
filmistico (επίθ.)
filmografia (θηλ.ουσ)
filmologia (θηλ.ουσ)
filmoteca (θηλ.ουσ)
filo (ουσ αρσ )
filoamericano (ουσ αρσ )
filoamericano (επίθ.)
filobus (ουσ αρσ )
filocinese (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
filocomunista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
filodendro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---