Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfìlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈfilo] η κλωστή permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαfilo [αρσ.] di ferro = το σύρμα || filo [αρσ.] interdentale = το οδοντικό νήμα || filo [αρσ.] spinato = το αγκαθωτό σύρμα || il filo [αρσ.] dei pensieri = ο ειρμός των σκέψεων || per filo e per segno = χαρτί και καλαμάρι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |