ItalianoGreco


filettatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [filettaˈtura]

1 χαράκωμα
2 χάραξη
3 ρίγωμα
4 κατασκευή σπειρώματος σε βίδα ή κάννη όπλου
5 σπείρωμα βίδας


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---