Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


filettatrìce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [filettaˈtriʧe]

1 βιδολόγος
2 μηχανή κατασκευής σπειρώματος βιδών
3 αυτός που κάνει σπείρωμα βιδώματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  filettare filettatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

filelleno (επίθ.)
filet (ουσ αρσ )
filetico (επίθ.)
filettaggio (ουσ αρσ )
filettare (ρ. μτβ.)
filettatrice (θηλ.ουσ)
filettatura (θηλ.ουσ)
filetto (ουσ αρσ )
filiale (θηλ.ουσ)
filiale (επίθ.)
filiazione (θηλ.ουσ)
filibusteria (θηλ.ουσ)
filibustiere (ουσ αρσ )
filiera (θηλ.ουσ)
filiforme (επίθ.)
filigrana (θηλ.ουσ)
filigranato (επίθ.)
filigranoscopio (ουσ αρσ )
filipendula (θηλ.ουσ)
filippica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---