Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


filattèrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [filatˈtɛrjo]

φυλακτό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  filatrice filatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

filato (επίθ.)
filatoio (ουσ αρσ )
filatore (ουσ αρσ )
filatore (επίθ.)
filatrice (θηλ.ουσ)
filatterio (ουσ αρσ )
filatura (θηλ.ουσ)
fileggiare (ρ.αμτβ.)
filellenico (επίθ.)
filellenismo (ουσ αρσ )
filelleno (ουσ αρσ )
filelleno (επίθ.)
filet (ουσ αρσ )
filetico (επίθ.)
filettaggio (ουσ αρσ )
filettare (ρ. μτβ.)
filettatrice (θηλ.ουσ)
filettatura (θηλ.ουσ)
filetto (ουσ αρσ )
filiale (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---