Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfilatóio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [filaˈtojo] 1 νηματουργείο 2 κλώστης 3 νηματουργία 4 κλωστήριο 5 αδράχτι κλωστηρίου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |